δοῦπος

δοῦπος
δοῦπος
Grammatical information: m.
Meaning: `dead, heavy sound'
Compounds: In ἐρί-δουπος, also ἐρί-γδουπος `loud thundering' (Il.); anlaut γδ- also in ἐγδούπησαν Λ 45 and μασίγδουπον βασιλῆα μεγαλόηχον ... H., and also in ἁλί-, βαρύ-, μελί-γδουπος. Other compp. have -δουπος.
Derivatives: δουπέω, aor. δουπῆσαι, perf. pt. Gen. δεδουπότος (Ψ 679; innov., s. Schwyzer 771, Leumann Hom. Wörter 218) `sound dead', sec. (through misunderstanding of δούπησεν δε πεσών, Leumann 217) `fall in battle' (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: An δουπέω, intensive like βρομέω etc., reminds of a Baltoh-Slavic word, Latv. dupêtiês `sound dead', Serb. dȕpiti `slay (with sound)' etc.; unclear Toch. AB täp `give a loud sound, make known'. An anlaut gd- is not known from IE, so the word is probably Pre-Greek. Cf. κτυπέω, κτύπος. - Schwyzer 718 n. 3, Pok. 221f.; s. also Fraenkel Lit. et. Wb. s. dùpinas.
Page in Frisk: 1,412-413

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοῦπος — any dead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ …   Dictionary of Greek

  • δοῦποι — δοῦπος any dead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦπον — δοῦπος any dead masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… …   Dictionary of Greek

  • γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”